- ἀρχιατροῦ
- ἀρχιατρόςcourtmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Χεκίμογλου — (Κωνσταντινούπολη1689 – Κιουτάχια 1759)Γιος του αρχίατρου του σουλτάνουβενετικής καταγωγής. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και διακρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον της Περσίας (1727). Για τις υπηρεσίες του διορίστηκε μεγάλος βεζίρης (1732), κατά τη… … Dictionary of Greek
Ηπίτης, Πέτρος Κ — (Πάργα τέλη 18ου αι. – Αθήνα 1861). Γιατρός. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου δημοσίευσε πραγματεία με τον τίτλο Λοιμολογία ή περί πανώλους, προφυλάξεως και εξολοθρεύσεως αυτής. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου συνδέθηκε στενά με τον… … Dictionary of Greek
Λιντερμάγερ, Άντον — (Anton Lindermayer, 1806 – 1868). Γερμανός γιατρός και φιλέλληνας. Ήρθε στην Ελλάδα το 1832 και κατατάχθηκε στο Υγειονομικό Σώμα, φτάνοντας μάλιστα μέχρι τον βαθμό του αρχίατρου. Ο Λ. ίδρυσε στην Αθήνα στρατιωτικό νοσοκομείο, ενώ συνέβαλε στη… … Dictionary of Greek
Σκληρός, Αθανάσιος — Λόγιος και γιατρός του 17ου αι. Καταγόταν από το Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης και επονομαζόταν Πικρός και Πικρίδης. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έζησε στην Κρήτη, στην πρώτη περίοδο του μεγάλου Τουρκοβενετικού… … Dictionary of Greek
Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… … Dictionary of Greek
Τανάγρας, Άγγελος — (1877 – 1964). Φιλολογικό ψευδώνυμο του γιατρού και λογογράφου Άγγελου Ευαγγελίδη. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Γερμανία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό από όπου αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού… … Dictionary of Greek
Τράιμπερ, Ερρίκος — (Treiber, 1796 – 1882). Γερμανός γιατρός και φιλέλληνας, ο αρχαιότερος γιατρός της υγειονομικής υπηρεσίας του ελληνικού στρατού. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και χειρουργική στο Παρίσι. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με… … Dictionary of Greek